- πυκνόσπορος
- πυκνό-σπορος, ον,A thick-sown, ib.3.21.5.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πυκνόσπορος — ον, Α ο πυκνά σπαρμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνῶς + σπορος (< σπείρω), πρβλ. εὔ σπόρος] … Dictionary of Greek
πυκνόσπορα — πυκνόσπορος thick sown neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυκνοσπορώ — έω, Α [πυκνόσπορος] σπέρνω με πυκνό τρόπο … Dictionary of Greek
πυκνός — ή, ό / πυκνός, ή, όν, ΝΜΑ, ποιητ. τ. πυκινός, ή, όν, αιολ. τ. πύκνος, ον, Α 1. αυτός που περιέχει πολλή ύλη σε μικρό χώρο, δηλ. αυτός τού οποίου τα συστατικά βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους, συμπαγής, σφιχτός, κρουστός (α. «πυκνή ύφανση» β.… … Dictionary of Greek